επίτοκος

επίτοκος
ος , ον готовая родить, (находящаяся) на сносях

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επίτοκος" в других словарях:

  • ἐπίτοκος — near childbirth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίτοκος — η, ο (Α ἐπίτοκος, ον) (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», Αριστοτ.) αρχ. 1. γόνιμος, καρποφόρος 2. αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + τόκος (< τίκτω)] …   Dictionary of Greek

  • επίτοκος — η, ο (για θηλυκά ζώα και γυναίκες), που πρόκειται να γεννήσει σε λίγο, ετοιμόγεννος, στο μήνα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπίτοκα — ἐπίτοκος near childbirth masc/fem acc sg ἐπίτοκος near childbirth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτοκον — ἐπίτοκος near childbirth masc/fem acc sg ἐπίτοκος near childbirth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτόκου — ἐπίτοκος near childbirth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτόκων — ἐπίτοκος near childbirth masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτοκοι — ἐπίτοκος near childbirth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτότοκος — αὐτότοκος, ον (Α) (για θηλ. ζώο) μαζί με τα έμβρυα που πρόκειται να γεννήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρτίτοκος, επίτοκος)] …   Dictionary of Greek

  • επίτεξ — ἐπίτεξ, ἡ (Α) επίτοκος, ετοιμόγεννη (α. «μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῡσαν», Ηρόδ. β. «ὡς ἐπίτεξ ἐστίν [ἡ κύων]», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *τεξ (< τίκτω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά τεξ, καλλί τεξ)] …   Dictionary of Greek

  • επίφορος — ο (Α ἐπίφορος, ον) [επιφέρω] νεοελλ. ναυτ. (για άνεμο) αυτός που πέφτει κάθετα στο ιστίο τού πλοίου, κν. άνεμος τής φούσκας αρχ. 1. αυτός που οδηγεί σε μια διεύθυνση («εἰ ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτὴν [τὴν πόλιν]», Θουκ.] 2. (για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»